χοράρχης

χοράρχης
ο церк, регент

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χοράρχης" в других словарях:

  • χοράρχης — ο, Ν επικεφαλής εκκλησιαστικού, κυρίως, χορού, πρωτοψάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • χορίαρχος — ὁ, Μ χοράρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοψάλτης — ο ο πρώτος από τους ψάλτες, αλλ. χοράρχης και δομέστιχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • БАЛАСИС — [греч. Μπαλάσης от μπαλάσι красный драгоценный камень, рубин; искаженное Βαλάσιος, Παλάσιος] (2 я пол. XVII в.), свящ. и номофилакс Великой ц. Христа, греч. мелург. Патриарх Иерусалимский Досифей II, говоря «о мудрых греках от XVI века до… …   Православная энциклопедия

  • КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»